- ακριβεύω
- (Α ἀκριβεύω) [ἀκριβής]χρησιμοποιώ κάτι όπως και όταν πρέπει, ακριβολογώνεοελλ.ακριβαίνω*αρχ.-ομαι1. είμαι ακριβής2. εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά«ἠκριβεύετο παρ’ αὐτοῡ τὶ τῶν καλῶν αὐτῷ κατώρθωται πώποτε» (Παλλάδιος 1164 c)3. οδηγούμαι από κάποιον «ἐάν μὴ ἀκριβεύσωμαι ὑφ’ ὑμῶν» (Πάπυρ.).
Dictionary of Greek. 2013.